ισοβαθής

ισοβαθής
ης, ες имеющий одинаковую глубину;

ισοβαθείς γραμμαί ( — или καμπύλαι) геогр. — изобаты


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ισοβαθής" в других словарях:

  • ἰσοβαθής — of equal depth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοβαθής — ές (Α ἰσοβαθής, ές) αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον νεοελλ. φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βαθής (< βάθος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισοβαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το ίδιο βάθος με κάποιον άλλο: Ισοβαθή δοχεία. – Ισοβαθείς καμπύλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοβαθεῖς — ἰσοβαθής of equal depth masc/fem acc pl ἰσοβαθής of equal depth masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοβαθές — ἰσοβαθής of equal depth masc/fem voc sg ἰσοβαθής of equal depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • isobata — isóbata (del gr. «isobathḗs», de igual profundidad) f. Línea que une en un mapa los puntos isobáticos. * * * isóbata. (Del gr. ἰσοβαθής, de igual profundidad). f. Geogr. Curva para la representación cartográfica de los puntos de igual profundidad …   Enciclopedia Universal

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισόβαθος — η, ο ισοβαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • isóbata — (Del gr. ἰσοβαθής, de igual profundidad). f. Geogr. Curva para la representación cartográfica de los puntos de igual profundidad en océanos y mares, así como en lagos grandes …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»